κρυψώνας

κρυψώνας
1) cache
2) cachette

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • κρυψώνας — κρυψώνας, ο και κρυψώνα, η το μέρος όπου κρύβει κανείς κάτι ή κρύβεται ο ίδιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυψώνας — και κρυψιώνας, ο, και κρυψώνα και κρυψιώνα, η τόπος όπου κρύβεται ή μπορεί να κρυφτεί κάποιος, κρύπτη, κρησφύγετο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ (πρβλ. κρύψ ις, ἔ κρυψ α, αόρ. τού κρύβω) + κατάλ. ώνας (πρβλ. αμπελ ώνας, στρατ ώνας). Η λ. μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

  • κευθμών — κευθμών, ῶνος, ὁ (Α) [κεύθω] 1. κρύπτη, κρυψώνας, σπηλιά («κευθμῶνας ὀρέων», Πίνδ.) 2. ο κάτω κόσμος, ο Άδης («Ταρτάρου μελαμβαθὴς κευθμὼν καλύπτει» τόν σκεπάζει ο βαθύς και σκοτεινός θόλος τού Ταρτάρου, ο κατασκότεινος κρυψώνας, Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • κρυπτήριος — κρυπτήριος, ία, ον (Α) [κρυπτήρ] 1. σκοτεινός 2. κατάλληλος για απόκρυψη, κατάλληλος για να κρυφτεί κάποιος («κρυπτήριον ἄντρον») 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ κρυπτηρία κρύπτη, κρυψώνας 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ κρυπτήριον α) κρύπτη, κρυψώνας θησαυρού β)… …   Dictionary of Greek

  • ζούλα — η 1. κατσίκα, προβατίνα 2. κλοπή, κλεψιά, υπεξαίρεση («έχει τρελάνει το αφεντικό του στη ζούλα») 3. μυστικότητα 4. κρυψώνας, κρύπτη 5. φρ. «στη ζούλα» μυστικά, κρυφά, κλεφτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη δεύτερη σημασία, υποχωρητικό παράγ. τού ρ. ζουλώ*] …   Dictionary of Greek

  • καταφύγιο — Ονομασία έξι οικισμών.1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 195 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αποδοτίας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ …   Dictionary of Greek

  • κευθμός — ο (Α κευθμός) [κεύθω] νεοελλ. αμυντική διάταξη τών τάφρων τών οχυρών για προφύλαξη τών αμυνομένων αρχ. κευθμών*, κρύπτη, κρυψώνας, σπηλιά …   Dictionary of Greek

  • κεύθος — κεῡθος, τὸ (Α) [κεύθω] κευθμών*, κρυψώνας, βάθος, άδυτο, ενδότερο σημείο (α. «ὑπὸ κεύθεσι γαίης» στα βάθη τής γης, Ομ. Ιλ. β. «κεῡθος οἴκων» τα εσωτερικά δωμάτια τών σπιτιών, Ευρ. γ. κεῡθος πόντου» τα βάθη τής θάλασσας, Οππ. δ. «κεύθεα νηοῡ» το… …   Dictionary of Greek

  • κρησφύγετο — το (Α κρησφύγετον) τόπος όπου καταφεύγει ή κρύβεται κάποιος, καταφύγιο, κρυψώνας (α. «τ αγρίμια τού λόγγου έβγαιναν από τα σκοτεινά κρησφύγετα», Ζερβ. β. «λέγων ὡς ἄμεινον σφίσι εἴη κρησφύγετόν τι ὑπάρχον εἶναι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει α …   Dictionary of Greek

  • κρυπτεία — Αστυνομικό σώμα της αρχαίας Σπάρτης. Κύρια αποστολή του ήταν ο έλεγχος των ειλώτων και είχε θεσπιστεί με νόμο από τον Λυκούργο. Η υπηρεσία αυτή επανδρωνόταν σε ετήσια βάση από νεαρούς Σπαρτιάτες, οι οποίοι διορίζονταν από τους έφορους. Οι νέοι… …   Dictionary of Greek

  • κρυψάνα — η κρύπτη, κρυψώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ (πρβλ. ἔ κρυψ α, αόρ. τού κρύβω) + κατάλ. άνα (πρβλ. πλεξ άνα, φαγ άνα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”